κόρδα

Greek Monolingual

η (Μ κόρδα)
1. η χορδή μουσικού οργάνου, τόξου ή εργαλείου που κατασκευάζεται από έντερο
2. κορδόνι
νεοελλ.
1. σειρά τόξων που σχηματίζουν τις πλευρές τών ανοιχτών στοών οι οποίες βρίσκονται μπροστά στα κελλιά τών μοναχών του Αγίου Όρους
2. φρ. (για πολτώδες γλύκισμα) «κάνει κόρδες» — έχει δέσει αρκετά
μσν.
έγχορδο μουσικό όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < λατ. chorda < αρχ. ελλ. χορδά, δωρ. τ. του χορδή.
ΠΑΡ. μσν. κορδαίνω
νεοελλ.
κορδάτος].