κόρευμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = κορεία (B), maidenhood, E.Alc.178 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1486] τό, die Jungfrauschaft, Eur. Alc. 175.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
virginité.
Étymologie: κορεύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρευμα -ατος, τό [κορεύομαι] meisjesbestaan:. παρθένει’ ἔλυσ’ ἐγὼ κορεύματ’ ik heb mijn status als ongehuwde vrouw verloren Eur. Alc. 178.

Russian (Dvoretsky)

κόρευμα: ατος τό pl. девственность Eur.

Greek Monolingual

κόρευμα, τὸ (Α) κορεύομαι
η ιδιότητα της παρθένας, παρθενία («ὦ λέκτρον, ἔνθα παρθένει' ἔλυσ' ἐγώ κορεύματ' ἐκ τοῦδ' ἀνδρός», Ευρ.).

Greek Monotonic

κόρευμα: τό = κορεία, παρθενία, σε Ευρ., στον πληθ.

Greek (Liddell-Scott)

κόρευμα: τό, = κορεία, παρθενία, Εὐρ. Ἄλκ. 178, ἐν τῷ πληθ.

Middle Liddell

κόρευμα, ατος, τό,
= κορεία, maidenhood, Eur., in plural [from κορεύομαι