κόρνο

Greek Monolingual

το (Μ κόρνον)
νεοελλ.
1. πνευστό μουσικό όργανο διαφόρων σχημάτων, το κέρας
2. η κόρνα, το κλάξον τών αυτοκινήτων
μσν.
κέρατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corno].