κλάξον

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

το
ηχητικό όργανο που χρησιμοποιείται στα αυτοκίνητα κατά την κυκλοφορία τους για να προειδοποιεί άλλα τροχοφόρα ή ανθρώπους ή και ζώα και να αποφεύγεται έτσι σύγκρουση ή δυστύχημα, αλλ. κόρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ονομ. του αμερικανικού εργοστασίου Claxon].