κόστα

Greek Monolingual

η (Μ κόστα)
ακτή, παραλία
μσν.
φρ. «ἔρχομαι (τὴν) κόσταν κόσταν» — πλέω κατά μήκος της ακτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. costa].