κόφα

Greek Monolingual

η (Μ κούφα)
μεγάλο κοφίνι που χρησιμοποιείται κυρίως για μεταφορά φρούτων και καρπών
νεοελλ.
1. το θωράκιο τών πλοίων
2. (υβριστικά για γυναίκες) πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cofa].