κόχλαξ

English (LSJ)

-ᾱκος, ὁ,
A = κάχληξ, LXX 1 Ki.14.14, Dsc.2.70 (pl.), Apollod. Poliorc.139.12.
2 = λίθος μυλίτης, Gal.19.118.

German (Pape)

[Seite 1497] ακος, ὁ, = κάχληξ, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κόχλαξ: -ακος, ὁ, = κάχληξ, χαλίκι, Διοσκ. 2. 75., 3. 151, Ἑβδ. (Α. Βασ. ΙΔ΄, 14).

Greek Monolingual

κόλχαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. χαλίκι («ἐν πετροβόλοις καὶ ἐν κόχλαξι τοῦ πεδίου», ΠΔ)
2. λίθος μυλίτης, μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάχληξ.