κύβωλον

English (LSJ)

τό, = κύβιτον, Poll.2.141.

German (Pape)

[Seite 1523] τό, = κύβιτον, Poll. 2, 141.

Greek (Liddell-Scott)

κύβωλον: τό, = κύβιτον, Πολυδ. Βϳ, 141.

Greek Monolingual

κύβωλον, τὸ (Α)
το κύβιτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών λ. κύβιτον «αγκώνας» + ὠλένη «το κάτω μέρος του βραχίονα»].