κύκνοψις
English (LSJ)
-εως, ὁ, ἡ, swan-like, AP11.345.
German (Pape)
[Seite 1528] von Schwanenangesicht, Pallad. (XI, 345).
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
voc. κύκνοψι;
à figure de cygne.
Étymologie: κύκνος, ὄψις.
Russian (Dvoretsky)
κύκνοψις: εως adj. похожий на лебедя Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κύκνοψις: -εως, ὁ, ἡ, ὅμοιος κύκνῳ Ἀνθ. Π. 11. 345.
Greek Monolingual
κύκνοψις, -εως, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μοιάζει με κύκνο, που έχει όψη κύκνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -οψις (< ὄψις), πρβλ. γαλήοψις, λύκοψις].
Greek Monotonic
κύκνοψις: -εως, ὁ, ἡ, όμοιος με κύκνο, σε Ανθ.
Middle Liddell
κύκν-οψις, εως
swan-like, Anth.