κύλλαβοι

English (LSJ)

ὑπώπια, Hsch.; cf. κύλα.

Greek Monolingual

κύλλαβοι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ύπώπια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλα (τά) «κοιλότητες κάτω από τα μάτια», με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του -λ- + επίθ. -βος (πρβλ. θόρυβος, φλοίσβος)].