κύος

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό, = κύημα, Ar.Fr.609, IG12(5).646 (Ceos).

German (Pape)

[Seite 1534] τό, = κύημα, VLL. aus Ar. fr. 458.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
fœtus.
Étymologie: v. κύω.

Russian (Dvoretsky)

κύος: εος τό Arst. = κύημα.

Greek (Liddell-Scott)

κύος: -εος, τό, = κύημα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 458.

Greek Monolingual

κύος, τὸ (Α)
κυώ κύημα.