κύημα

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύημα Medium diacritics: κύημα Low diacritics: κύημα Capitals: ΚΥΗΜΑ
Transliteration A: kýēma Transliteration B: kyēma Transliteration C: kyima Beta Code: ku/hma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,
A that which is conceived, embryo, foetus, fetus, Hp. Epid.7.6, al., Pl.R.461c, Arist.GA719b33, etc.
II in Botany, that which is swollen as the result of growth, e.g. base of flower-head, Thphr.HP6.4.3: of a cabbage-sprout, Dsc.2.120, Gal.6.642.

German (Pape)

[Seite 1525] τό, das Empfangene, die Frucht im Mutterleibe; εἰς φῶς ἐκφέρειν Plat. Rep. V, 461 c; Arist. de gen. anim. 1, 13. 3, 9 u. öfter; κυήματα ἔχειν, ἴσχειν, schwanger sein, id. u. Sp., die auch übertr. ψυχῆς κύημα sagen. Vgl. κῦμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fœtus.
Étymologie: κυέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύημα -τος, τό κυέω, vrucht, foetus.

Russian (Dvoretsky)

κύημα: ατος τό утробный плод, зародыш (τὸ κ. εἰς φῶς ἐκφέρειν Plat.; κ. ἄμορφον καὶ σαρκοειδές Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κύημα: τό, (κυέω) τὸ συλληφθὲν ἢ κυοφορούμενον, ἔμβρυον, Πλάτ. Πολ. 461C, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 13, 1., 16, 4., 20, 16, ἀλλ.· ― ἴδε κῦμα ΙΙ.

Greek Monolingual

το (AM κύημα) κυώ
1. το έμβρυο που βρίσκεται στην κοιλιά της μητέρας από τη σύλληψη μέχρι τον τοκετό («μάλιστα μὲν μηδ' εἰς φῶς ἐκφέρειν κύημα», Πλάτ.)
2. το βλάστημα
3. μτφ. αυτό που συλλαμβάνεται στον νου (α. «κύημα της φαντασίας» β. «τοὺς λόγους τεκεῖν και δεῖξαι τοῖς ἄλλοις τὰ κυήματα», μέρ.).

Greek Monotonic

κύημα: -ατος, τό (κυέω), αυτό που συλλαμβάνεται, έμβρυο, κυοφορούμενο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κύημα, ατος, τό, κυέω
that which is conceived, an embryo, foetus, Plat.

English (Woodhouse)

the young in the womb before birth, unborn babe

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)