κύφωμα
English (LSJ)
-ατος, τό, hump on the back, Hp.Art.41 (sg. and pl.); κυφώματα σπονδύλων Ruf. ap. Orib.45.30.43.
German (Pape)
[Seite 1539] τό, die Krümmung, der Buckel, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
t. de méd. bosse.
Étymologie: κύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
κύφωμα: τό, κύρτωμα ἐν τῷ σώματι, «καμπούρα» Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807, Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 502, 3.
Greek Monolingual
το (AM κύφωμα) κυφούμαι
το κύρτωμα της σπονδυλικής στήλης, το καμπούριασμα, η καμπούρα («ὅταν οὖν ἐν τοῖς κατά τὸν θώρακα σφονδύλοις τὸ κύφωμα γένηται, μάλιστα τούτοις ἀναυξητέα ἀποτελεῖται κατὰ τὸ μῆκος», Γαλ.)
μσν.
καμπύλωμα.