κώνησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (κωνάω ΙΙ) pitching: hence, daubing, f.l. for κόμμωσις, Arist.HA623b31.

German (Pape)

[Seite 1546] ἡ, die Verpichung, bei Arist. v.l. für κόνισις, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κώνησις: -εως, ἡ, (κωνάω ΙΙ) πίσσωσις, τὸ ἀλείφειν ὡς διὰ πίσσης, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κόνισις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6.