κῶρος
English (LSJ)
ὁ, Dor. for κοῦρος (A), κόρος (B), Call.Lav.Pall.85, Theoc.1.47, etc.
German (Pape)
[Seite 1547] ὁ, dor. = κοῦρος, κόρος, ebenso κώρη = κόρη, Callim. lav. Pall. 27. 85, u. oft Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῶρος, ὁ Dor. voor κοῦρος.
Russian (Dvoretsky)
κῶρος: ὁ дор. Arph. = κόρος III.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κῶρος: ὁ, Δωρ. αντί κοῦρος.
Greek (Liddell-Scott)
κῶρος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κοῦρος, κόρος, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 85, Θεόκρ. 1. 47, κτλ.