λάθω

English (LSJ)

Doric for λανθάνω.

French (Bailly abrégé)

sbj. ao.2 de λανθάνω.

German (Pape)

dor. = λήθω.

Russian (Dvoretsky)

λάθω:
I conjct. к λανθάνω.
II дор. = λήθω.

Greek (Liddell-Scott)

λάθω: [ᾰ], λᾰθών, μετοχ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ῥήμ. λανθάνω.

Greek Monotonic

λάθω: [ᾰ], υποτ. αορ. βʹ, και λᾰθών, μτχ. αορ. βʹ του λανθάνω.