Doric for λανθάνω.
sbj. ao.2 de λανθάνω.
dor. = λήθω.
λάθω:I conjct. к λανθάνω.II дор. = λήθω.
λάθω: [ᾰ], λᾰθών, μετοχ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ῥήμ. λανθάνω.
λάθω: [ᾰ], υποτ. αορ. βʹ, και λᾰθών, μτχ. αορ. βʹ του λανθάνω.