λάσο

Greek Monolingual

το
μακρύ σχοινί ή δερμάτινο λουρί με θηλειά στο ένα άκρο του, το οποίο χρησιμεύει για τη σύλληψη καταδιωκόμενων ζώων ή ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lasso < ισπ. lazo].