λέπτη

Greek Monolingual

λέπτη και λέφτη, ἡ (Μ)
λεπτομέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. ζεστός: ζέστη, θερμός: θέρμη)].