λίβα

English (LSJ)

λιβός, acc. and gen. of λίψ (q.v.).

French (Bailly abrégé)

acc. de λίψ.

Greek (Liddell-Scott)

λίβα: αἰτ. ἄνευ ὀνομαστικῆς ἐν χρήσει, = σπονδήν, τρίτον Διὸς σωτῆρος εὐκταίαν λ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. 68· γενική τις:, φιλοσπόνδου λιβός, ἀπαντᾷ ἐν Χοηφόρ. 292· περὶ τοῦ Ἀγ. 1498, ἴδε ἐν λ. λίπος.

Russian (Dvoretsky)

λίβα: acc. к λίψ I и II.

German (Pape)

acc. zu λίψ, λίψ².