λίγωση

Greek Monolingual

η
η περίοδος της βαθμιαίας ελάττωσης του φωτεινού δίσκου της σελήνης, αλλ. χάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγώνω «λιγοστεύω, μειώνομαι»].