χάση

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

Greek Monolingual

η / χάσις, -εως, ΝΜ
η περίοδος της βαθμιαίας ελάττωσης του φωτεινού δίσκου της σελήνης (α. «η χάση του φεγγαριού» — το χρονικό διάστημα από την πανσέληνο μέχρι τη νέα σελήνη
β. «'ς τὴν χάσιν δὲ τοῦ φεγγαριοῦ ἔτυχεν ὁ καιρός μας», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
φρ.
1. «στη χάση και τη φέξη» — πολύ σπάνια, αραιά και πού
2. «χάση κόσμου» — μεγάλη καταστροφή, θεομηνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του αορ. έ-χασ-α του ρ. χάνω + κατάλ. -η/-ις (πρβλ. φέξη)].