οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
και ολιγοστεύω1. ελαττώνω, μειώνω κάτι («λιγόστεψα το φαγητό γιατί πάχυνα»)2. γίνομαι λιγότερος, μειώνομαι σε μέγεθος ή ποσότητα («όσο πάνε και λιγοστεύουν τα λεφτά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγοστεύω < ολιγοστεύω < ολιγοστός].