λίτρον

English (LSJ)

[ῐ by nature], τό, older form for νίτρον, Hp.Epid.2.6.9 and 29, Hdt.2.86,87, Ar.Fr.320.1, Pl.Ti.60d, 65d (pl.), Thphr. HP 3.7.6, Alex. 1, dub. l. in Pl.Com.69.3.
II = λίτρα III, PFay.331 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 54] τό, altatt. = νίτρον, Alexis bei D. L. 3, 27; auch Her. 2, 86. 87. Bei Plat. Tim. 60 d schwankt die Lesart. Vgl. Lob. zu Phryn. p. 305.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ion. et anc. att. c. νίτρον.

Russian (Dvoretsky)

λίτρον: τό Her., Plat. = νίτρον.

Greek (Liddell-Scott)

λίτρον: τό, ἀρχαιότερον ἀντὶ τοῦ νίτρον, Ἡρόδ. 2. 86, 87, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Πλάτ. Τίμ. 60D, 65D, Ἄλεξ. ἐν «Ἀγκ.» 1· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 305.

Greek Monolingual

λίτρον, τὸ (Α)
1. (αρχ. τ.) νίτρον
2. μέτρο χωρητικότητας ίσο με μια ιταλική κοτύλη, η λίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον, με ανομοιωτική τροπή του ν προ του τ σε λ. (ν: τ > λ: τ). Το ουδ. λίτρον «λίτρα» είναι μεταπλασμένος τ. του λίτρα (η)].

Greek Monotonic

λίτρον: τό, αρχ. τύπος αντί νίτρον, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Middle Liddell

λίτρον, ου, τό, older form for νίτρον, Hdt., Plat.]