-ατος, τό, a dainty, delicacy, Sophr.24.
[Seite 55] τό, Leckerei, leckeres Essen, Sophron bei Ath. III, 86 d.
λίχνευμα: τό, ὀρεκτικὸν φαγητόν, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε.
το (Α λίχνευμα) λιχνεύωορεκτικό φαγητό, λειχουδιά, μεζές.