λαίβα

English (LSJ)

ἀσπίς, τρίβων, πέλτη, Hsch. λαίγματα· πέμματα, οἱ δὲ σπέρματα, ἱερὰ ἀπάργματα, Id., cf. Cyr., Phot. (λάγμ-); v. λαῖμα.

Greek Monolingual

λαίβα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀσπίς, τρίβων, πέλτη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λαιός ΙΙ].

German (Pape)

erkl. Hesych. ἀσπίς.