λαῖμα
From LSJ
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
English (LSJ)
-ατος, τό, dub. in Ar.Av.1563 (λαῖτμα cod. Ven., λαῖγμα (cf. λαίγματα) Bentley).
German (Pape)
[Seite 7] τό, = λῆμα, mit Anspielung auf λαιμός u. αἷμα, Ar. Av. 1559; doch schwankt die Lesart u. die Erkl.
Russian (Dvoretsky)
λαῖμα: ατος τό предполож. кровь, по по друг. - принесение в жертву (Arph. - v.l. λαῖγμα).
Greek (Liddell-Scott)
λαῖμα: τό, ἄδηλός τις λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1563· τὸ Ἑνετ. Ἀντίγραφ. λαῖτμα, ὅθεν ὁ Bentl. διώρθωσε λαῖγμα, θυσία, θῦμα (ἴδε λαῖγμα).
Greek Monolingual
τα
βλ. λαιμός.
Greek Monotonic
λαῖμα: -ατος, τό, πιθ. όπως το λαιμός, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
See also: s. λαίγματα.
Middle Liddell
λαῖμα, ατος, τό, [perhaps the same as λαιμός, Ar.]
Frisk Etymology German
λαῖμα: {laĩma}
See also: s. λαίγματα.
Page 2,72