λαβροφαγώ

Greek Monolingual

λαβροφαγῶ, -έω (Α)
τρώγω με βουλιμία, τρώγω λαίμαργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -φαγῶ (< -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. ἔφαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω), πρβλ. καρποφαγώ, ξηροφαγώ].