καρποφαγώ

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5

Greek Monolingual

(Α καρποφαγῶ, -έω) καρποφάγος
ζω τρώγοντας καρπούς, είμαι καρποφάγος.