λαγονεύω

Greek Monolingual

και λαονεύω
1. κυνηγώ λαγούς
2. μτφ. καταδιώκω, κυνηγώ
3. φρ. «μέ λαγονεύει ο τρισκατάρατος» — λέγεται από αυτούς που αποδίδουν τις συνεχείς ατυχίες τους σε δαιμονική επήρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. -εύω (για την ανάπτυξη του ενδοφωνηεντικού -ν- βλ. λαγονάρης)].