πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
ο (Μ λαγονάρης)
αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά σκυλιά, ο λαγοκυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. -άρης, με ανάπτυξη ενδοφωνηεντικού -ν- από πιθανή επίδραση του κυνηγάρης].