λαθρίδιος
English (LSJ)
[ῐδ], α, ον, also ος, ον Vett.Val.16.6:—= λάθριος, Orph. A.888, Vett.Val.l.c., f.l. in Luc.Bis Acc.33. Adv. λαθριδίως AP5.126 (Marc. Arg.), 261 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 6] = λάθριος, Orph. Arg. 286 u. a. sp. D., wie Tryphiod. 225. – Adv., Ablab. ep. (IX, 761); Paul. Sil. 21 (V, 262).
Greek (Liddell-Scott)
λαθρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ λάθριος, Ὀρφ. Ἀργ. 886. - Ἐπίρρ. -ως, Ἀνθ. Π. 5. 127, 262, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
λαθρίδιος, -ον, θηλ. και -ία (Α) λάθρα
λαθραίος, μυστικός.
επίρρ...
λαθριδίως (Α) λαθραία, κρυφά.
Greek Monotonic
λαθρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ποιητ. αντί λάθριος· επίρρ. λαθριδίως, σε Ανθ.
Middle Liddell
λαθρῐ́διος, η, ον [poetic for λάθριος: adv. -ως, Anth.]