λαθρηδά

English (LSJ)

v. λάθρῃ.

German (Pape)

[Seite 6] adv., = λάθρῃ, Luc. Calumn. 21.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. λάθρᾳ.
Étymologie: λάθρᾳ, -δα.

Greek Monolingual

λαθρηδά (Α)
επίρρ. λάθρα, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρη + επιρρμ. κατάλ. -δά (πρβλ. ειληδά, καναχηδά)].

Russian (Dvoretsky)

λαθρηδά: adv. Luc. = λάθρᾳ I.