v. λάθρῃ.
λαθρηδίς (Α)επίρρ. λάθρα, κρυφά.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρη + επιρρμ. κατάλ. -δίς (πρβλ. αιφνηδίς, στοιχηδίς)].