λαθρόχειρ
Greek Monolingual
ο, η
επιτήδειος κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + χείρ (πρβλ. αυτόχειρ, εκατόγχειρ). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. escamoteur, και μαρτυρείται από το 1853 στον Κωνστ. Ασώπιο].
ο, η
επιτήδειος κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + χείρ (πρβλ. αυτόχειρ, εκατόγχειρ). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. escamoteur, και μαρτυρείται από το 1853 στον Κωνστ. Ασώπιο].