(λαιμός) cut the throat, slaughter, βοῦν Lyc.326.
[Seite 7] abkehlen, schlachten, βοῦν, Lycophr. 326.
λαιμίζω: (λαιμὸς) ἀποκόπτω τὸν λαιμόν, σφάζω, τινὰ Λυκόφρ. 326.
λαιμίζω (Α) λαιμόςκόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω, σφάζω.