λαιμότομος

English (LSJ)

ον, with the throat cut, E. Hec. 208 (lyr.); severed at the throat, κεφαλά Id IA 776 (lyr.); Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν the blood dripping from the Gorgon's severed head, Id. Ion 1054 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égorgé, détaché de la gorge.
Étymologie: λαιμός, τέμνω.

Greek Monolingual

λαιμότομος, -ον (Α)
αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καράτομος, υλότομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

λαιμότομος:
1 с перерезанным горлом, отрубленный (κεφαλή Eur.);
2 пролившийся из отрубленной головы (σταλαγμοὶ Γοργοῦς Eur.).

Middle Liddell

λαιμότομος, ον
with the throat cut, severed by the throat, Eur.; Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί the blood dripping from the Gorgon's severed head, Eur.