κεφαλά
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (Slater)
κεφᾰλά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -ᾶν, -αῖς.)
a head lit. λίθον μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν (O. 1.58) Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ (P. 9.80) (θρῆνον). τὸν παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς ἄιε λειβόμενον i. e. the snakes that formed the hair of the Gorgons (P. 12.9) ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον (cf. τὸν πολυκέφαλον νόμον [Plut.], περὶ μουσικῆς, 1133d) (P. 12.23) ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γεΤαντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός (I. 8.9) τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν sc. of its groom fr. 169. 31. σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (Bergk: κεφαλάς codd.: sc. of a horse) fr. 203. 3.
b by synekdoche for the person. αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ (O. 6.60) ἐκέλευσεν — νεῦσαι, μιν (= Ῥόδον) — ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι (O. 7.67) ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο, νέα κεφαλά (Heyne: νέα(ι) κεφαλᾶ(ι) codd.: sc. the young Orestes) (P. 11.35)
c met., bearing “οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ” (P. 9.31)
d frag. ]ν κεφᾳλᾳν[ fr. 140a. 71 (45).
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλά: ион. = κεφαλή.