λακεδών
English (LSJ)
German (Pape)
[ᾱ], όνος, ἡ, dor. = ληκεδών (λακέω), Stimme, im plur., Timon bei Sext.Emp. adv.eth. 171.
Russian (Dvoretsky)
λᾱκεδών: όνος ἡ голос, (по)учение Timon ap. Sext.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱκεδών: ἡ, λόγος, ῥητόν, δόγμα, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 171.
Greek Monolingual
λακεδών, -όνος, ἡ (Α)
1. δυνατή φωνή
2. ρητό, δόγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λακῶ / ληκῶ «φωνάζω» + -δων, -όνος (πρβλ. σπαδών)].