λακεδών

English (LSJ)

-όνος, ἡ, bawling, wild talk, Timo 65 (pl.).

German (Pape)

[ᾱ], όνος, ἡ, dor. = ληκεδών (λακέω), Stimme, im plur., Timon bei Sext.Emp. adv.eth. 171.

Russian (Dvoretsky)

λᾱκεδών: όνος ἡ голос, (по)учение Timon ap. Sext.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱκεδών: ἡ, λόγος, ῥητόν, δόγμα, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 171.

Greek Monolingual

λακεδών, -όνος, ἡ (Α)
1. δυνατή φωνή
2. ρητό, δόγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λακῶ / ληκῶ «φωνάζω» + -δων, -όνος (πρβλ. σπαδών)].