λακπάτητος
English (LSJ)
λακπάτητον, trampled on, trodden down, S.Ant.1275 (λαξπάτητον Eust., v.l. λεωπάτητον).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. λαξπάτητος.
Russian (Dvoretsky)
λακπάτητος: (πᾰ) попранный ногами, растоптанный, поруганный, разрушенный (χαρά Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
λακπάτητος: [πᾰ], ον, καταπεπατημένος, «τσαλαπατημένος», Σοφ. Ἀντ. 1275, ἔνθα ὁ Εὐστ. (796, 5) λαξπάτητον, καὶ ἓν Ἀντίγραφ. λεωπάτητον. Ἴδε σημ. Jepp ἐν Ἀντιγ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
λακπάτητος, -ον (Α) λακπατώ
καταπατημένος, τσαλαπατημένος, ποδοπατημένος («λακπάτητον ἀντρέπων χαράν», Σοφ.).
Greek Monotonic
λακπάτητος: [πᾰ], -ον (λάξ), τσαλαπατημένος, σε Σοφ.
Middle Liddell
λακ-πᾰ́τητος, ον [λάξ]
trampled on, Soph.