λακπατώ

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

λακπατῶ, -έω (Α)
ποδοπατώ, τσαλαπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ- του λάξ «με το πόδι» + πατῶ].