λαμπροδόμητος
Greek (Liddell-Scott)
λαμπροδόμητος: -ον, ὁ λαμπρὸς φαινόμενος, Μανασσ. Χρον. 6273.
Greek Monolingual
λαμπροδόμητος, -ον (Μ)
οικοδομημένος λαμπρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -δόμητος (< δομώ)].
λαμπροδόμητος: -ον, ὁ λαμπρὸς φαινόμενος, Μανασσ. Χρον. 6273.
λαμπροδόμητος, -ον (Μ)
οικοδομημένος λαμπρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -δόμητος (< δομώ)].