λειανικός

Greek Monolingual

-ή, -ό λειανός
αυτός που δίνεται ή γίνεται σε μικρές ποσότητες (α. «λειανική πώληση» β. «λειανικό εμπόριο»).
επίρρ...
λειανικώς και -ά
σε μικρές ποσότητες.