λειρί

Greek Monolingual

το
το κόκκινο σαρκώδες λοφίο που έχουν στο κεφάλι μερικά πτηνά, ιδίως ο πετεινός, το κάλλαιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. λείριον με καταβιβασμό του τόνου].