λειώδης
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
λειώδης: -ες, = λεῖος, ὁμαλός, ἐπίπεδος, Σουϊδ.· ὡς κύρ. ὄνομα παρ’ Ὁμ. (Ὀδ. Φ. 144, Χ. 310).
Greek Monolingual
λειώδης, -ῶδες (Α) λείος
(κατά το λεξ. Σούδα) «λεῖος, ὁμαλός, ἐπίπεδος».
Greek Monotonic
λειώδης: -ες (εἶδος), λεῖος, ομαλός, επίπεδος· ως κύριο όνομα σε Όμηρ.