λεκανόμαντις

English (LSJ)

-εως, ὁ, dish-diviner, Str.16.2.39, Ptol.Tetr.181, Artem.2.69:—hence λεκανομαντεία, ἡ, PMag.Par.1.221, Ps.-Callisth.1.1.

German (Pape)

[Seite 27] ὁ, der aus der Schüssel Weissagende, Strab. XVI, 762.

Greek (Liddell-Scott)

λεκᾰνόμαντις: -εως, ὁ, ὁ ἐκ λεκάνης μαντεύων, Στράβ. 762· ὅθεν λεκᾰνο-μαντεία, ἡ, Ψευδο-Καλλισθ., Ψελλός, κτλ.· καὶ λεκᾰνοσκοπία, ἡ, τὸ παρατηρεῖν λεκάνην πρὸς μαντείαν, Μανέθων 4. 213.