λεκανομαντεία
From LSJ
English (LSJ)
v. λεκανόμαντις.
German (Pape)
[Seite 27] ἡ, das Wahrsagen aus der Schüssel, Sp.
Spanish
lecanomancia, adivinación por medio de un plato
Greek Monolingual
η (AM λεκανομαντεία)
είδος τεχνητής μαντείας με παρατήρηση του νερού μέσα σε λεκάνη ή της κίνησης και τών σχημάτων σταγόνων λαδιού ή της ακτινοβολίας «μαντικών» λίθων, λ.χ. τοπαζιού ή ζαφειριού, μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκανόμαντις, οπότε και ορθότ. γραφή λεκανομαντία, ή λεκάνη + μαντεία > λεκανομαντεία].
Léxico de magia
ἡ lecanomancia, adivinación por medio de un plato αὐθοπτικῆς λεκανομαντείας ἅμα καὶ νεκυοαγωγῆς σκέψις observación de una lecanomancia de visión directa de la divinidad junto con una necromancia P IV 221 P III 276 (fr. lac.)