Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λεμβίτης
Greek Monolingual
ο ναύτης πολεμικού πλοίου που ανήκει σε πλήρωμα λέμβου, αλλ. εφολκίτης. [ΕΤΥΜΟΛ.<λέμβος. Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. canotier, και μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].