Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λενινιστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λένιν, στο έργο του και στον λενινισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. leninist< όν. του Nicolai Lenin, Ρώσου κομμουνιστή ηγέτη, + κατάλ. -ist].