λεοντάγχωνος
German (Pape)
[Seite 28] löwenerwürgend (ἄγχω), Callim. ep. 30 (VI, 351); von auffallender Bildung, dah. vermuthete Valcken. λεόνταγχ' ὧδε; vgl. Lob. zu Phryn. 565, u. dagegen Bast zu Greg. Cor. 593.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντάγχωνος: -ον, (ἄγχω) ὁ ἄγχων, στραγγαλίζων λέοντα, ἐν Καλλ. Ἐπιγρ. 35· ἀλλ’ ἡ κατάληξις -ωνος εἶναι παράδοξος, καὶ ὁ Bast προτείνει λεοντόχλαινος.