λεοντική
English (LSJ)
ἡ, a plant,
A = κακκαλία, Dsc. 4.122 (v.l. λεαντική).
II a dye, PLeid.X.98.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
λεοντική: ἡ, συνώνυμον τῷ (φυτῷ) κακαλία, Διοσκ. 4. 123.
Greek Monolingual
η (Α λεοντική) λεοντικός
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βερβερίδες
αρχ.
είδος βαφής.